Θεσσαλονίκη
Νίκος Λογοθέτης- Από μουσικός των Πελόμα Μποκιού, κορυφαίος νευροβιολόγος- διευθυντής στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Max Planck


  Από μουσικός σε ροκ συγκρότημα - κορυφαίος νευροβιολόγος. Ο Νίκος Λογοθέτης, ο οποίος έπαιζε πλήκτρα στο δημοφιλές ελληνικό ροκ συγκρότημα της δεκαετίας του '70, τους Πελόμα Μποκιού, σήμερα είναι διευθυντής του Τμήματος Φυσιολογίας των Γνωστικών Διεργασιών του Ινστιτούτου Βιολογικής Κυβερνητικής Max Planck στο Τύμπιγκεν της Γερμανίας και «παίζει στα δάχτυλα» τη λειτουργική μαγνητική τομογραφία.

   Από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, από το ακορντεόν στο πιάνο, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, από τα μαθηματικά στην κυβερνητική βιολογία, από μουσικός των Πελόμα Μποκιού κορυφαίος νευροβιολόγος, από την Ελλάδα στη Γερμανία για διδακτορικό στην ανθρώπινη νευροβιολογία και από εκεί στην Αμερική για να εργαστεί στο Τμήμα Εγκεφάλου και Γνωστιακών Επιστημών του MIT, και στο Baylor College of Medicin και μετά πάλι στη Γερμανία, όπου από το 1997 εργάζεται στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Max Planck. Αυτή είναι η πορεία του σε μια παράγραφο.

   Η απέχθεια για το ακορντεόν, η γνωριμία του με τον κορυφαίο μουσικό Βύρωνα Κολάση και ένα βιβλίο του Jacques Monod έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του Νίκου Λογοθέτη, ο οποίος σήμερα, στα 65 του, εξακολουθεί να είναι ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας άνθρωπος με όραμα και πάθος για τη κυβερνητική βιολογία, ένας αιώνιος νέος.

   Ο Νίκος Λογοθέτης μίλησε για τη ζωή και την πορεία του  στο περιθώριο του Διεθνούς Συνεδρίου Νευροεπιστημών FENS-Featured Regional Meeting, όπου ήταν ένας από τους κεντρικούς ομιλητές.

   Από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα

   «Γεννήθηκα τον Νοέμβρη του 1950 στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τέλειωσα το Δημοτικό στο Ζάππειο και μετά πήγα Γυμνάσιο στο Ζωγράφειο. Όταν ήμουν 15,5 χρονών, το 1966, ήρθαμε στην Αθήνα. Για τη μουσική είχα μια "αστεία" διαφωνία με τον πατέρα μου, που ήθελε να παίζω ακορντεόν. Εμένα δεν μου άρεσε το ακορντεόν, αλλά ήμουν υποχρεωμένος να παίζω από τα 10 μου μέχρι τα 17 που ανεξαρτητοποιήθηκα. Στα 17 αποφάσισα να πάω στο Ωδείο Αθηνών και ξεκίνησα το πιάνο παρότι, όπως λέει, ήταν αργά. Εκείνα τα χρόνια είχα μια πλατωνική σχέση, ένα φλερτ με μια κοπέλα που είχε θείο τον Βύρωνα Κολάση, που είχε τότε μια πολύ μεγάλη θέση στη Λυρική Σκηνή. Έτσι γνώρισα τον Βύρωνα Κολάση κι αυτός με είχε συμπαθήσει πολύ. Εγώ έπαιζα πιάνο, ακορντεόν, τα πάντα από μόνος μου και ο Κολάσης μου λέει "άντε να σπουδάσεις, αξίζει να σπουδάσεις" και εγώ του είπα ότι πράγματι ήθελα να σπουδάσω πιάνο και δεν ήξερα, αν θα με δεχτούν. Ο Κολάσης μίλησε στον Γιώργο Πλάτωνα, τον πατέρα της Λένας Πλάτωνος, και αυτός με ανέλαβε και τον είχα καθηγητή στο Ωδείο για εφτά χρόνια».

   Ο «Λο» των Πελόμα Μποκιού

   «Εγώ ήθελα να ζω μόνος μου και στα 17 μου, πριν καν τελειώσω το σχολείο, έφυγα από το σπίτι. Σπούδαζα μαθηματικά και έκανα μαθήματα μαθηματικών σε παιδάκια για να ζήσω. Ένας συμμαθητής μου στο σχολείο, ο Νίκος ο Μαρσέλος, ήξερε ότι χρειάζομαι λεφτά μου λέει: "Ο Μουραμπάς έχει μια ορχήστρα και οι περισσότεροι είμαστε σαν κι εσένα ή και χειρότερα, έλα να παίξεις εκεί". Δεν ήταν τίποτα επαγγελματίες αλλά αυτός είχε βρει ένα τρόπο και έκλεινε χορούς του Πανεπιστημίου. Κι εγώ δέχτηκα και πήγα εκεί σαν μαθητής ακόμη και άρχισα να παίζω λίγο αρμόνιο, καμιά φορά έπαιζα κιθάρα, μια φορά έπαιξα και σαξόφωνο, αλλά έπαιζα σιγά για να μην με ακούνε γιατί έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο. Τέλος πάντων, έτσι βγάζαμε λίγα λεφτά και δεν ξέρω πώς έγινε και γνώρισα τον Γιάννη τον Κιουρκτσόγλου και μου είπε έλα να κάνουμε ροκ συγκρότημα. Κι έτσι μαζί με τον Νίκο τον Δαπέρη, τον Τάκη Μαρινάκη και τον Βλάση τον Μπονάτσο κάναμε το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, που πήρε το όνομα του από γράμματα τω επιθέτων μας (ΔαΠΕρης, Λογοθέτης, Μαρινάκης, ΜΠΟνάτσος, ΚΙΟΥρκτσόγλου). Έπαιξα στους Πελόμα Μποκιού ένα-ενάμιση χρόνο, αλλά ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Μαθηματικό γιατί τις είχα αφήσει για δυο χρόνια επειδή δούλευα»,

   Από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη

   «Το Μαθηματικό το τελείωσα το 1976 και χρειάστηκε να πάω στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω Βιολογία γιατί τότε υπήρχε νόμος που δεν επέτρεπε να σπουδάσεις στην ίδια πόλη αν είχες τελειώσει μια σχολή και ήθελες μετά να σπουδάσεις. Αποφάσισα να πάω να σπουδάσω Βιολογία λόγω ενός βιβλίου. Διάβασα το βιβλίο "Η τύχη και η αναγκαιότητα" του Jacques Monod και με συνεπήρε, μιλούσε πραγματικά για βιολογική κυβερνητική. Δεν θα το ξεχάσω το βιβλίο· το έχω φυλάξει έτσι όπως ήταν, με τις σημειώσεις μου. Αφού το διάβασα με μεγάλο ενθουσιασμό είπα: "θα σπουδάσω βιολογία". Μπορεί στο Μαθηματικό στην Αθήνα να είχα τους καλύτερους καθηγητές, αλλά αυτοί θέλανε τα μαθηματικά για τα μαθηματικά, αλλά εγώ λαχταρούσα κάτι άλλο, αυτό που λένε μαθηματική φυσική.

   »Πήγα στη Θεσσαλονίκη να επισκεφτώ τους καθηγητές, να δω αν θα με δεχτούν ως πτυχιούχο, μίλησα με τον Κώστα τον Καστρίτση και του είπα ότι θέλω να κάνω βιολογική κυβερνητική· μου λέει: τι είναι "βιολογική κυβερνητική;". Ούτε αυτός ήξερε. Ήταν κάτι μεταξύ βιολογίας και μαθηματικών. Μετά είδα τον Ισίδωρο Μπέη που έκανε φυσιολογία, μετά είδα κάτι άλλους και έφυγα. Μετά μια εβδομάδα, πήρα ένα γράμμα που έλεγε ότι με δέχονται στο δεύτερο έτος και ότι έπρεπε να κάνω μόνο τα εργαστήρια της ανόργανης χημείας και της βιολογίας και μετά να συνεχίσω. Και αυτό έκανα· τελείωσα και έφυγα τη Γερμανία και αυτό ήταν. Έκανα στο Μόναχο το διδακτορικό μου 5 χρόνια, μετά πήγα στην Αμερική στο ΜΙΤ άλλα 6 χρόνια, μετά άλλα 7 χρόνια στο Χιούστον, μετά μου κάνανε πρόταση από το Ινστιτούτο Max Planck για τη θέση του διευθυντή στο τμήμα Φυσιολογίας Γνωστικών Διεργασιών του Ινστιτούτου Βιολογικής Κυβερνητικής

   »Θυμάμαι στη Θεσσαλονίκη που έμενα σε μια ανηφόρα στις Σαράντα Εκκλησιές. Εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε σε ταβερνούλες. Πηγαίναμε στη "Δόμνα". Αυτός που την είχε ήταν ένα συμπαθέστατος άνθρωπος, θυμάμαι που μου έφερνε το μπιφτέκι ή και του έλεγα "το θέλω καλά ψημένο, πολύ καλά, σχεδόν καμένο", με κοίταζε στραβά το έκανε πολύ καλά ψημένο, το έφερνε και έλεγε: "αυτό δεν είναι κρέας είναι έγκλημα". Αυτός τα ήθελε ζουμερά».

   Το Τμήμα Φυσιολογίας Γνωστικών Διεργασιών

   «Στο Τμήμα Φυσιολογίας Γνωστικών Διεργασιών, όπου είμαι διευθυντής, εργάζονται 110 επιστήμονες από 28 εθνικότητες που επιλέγονται και προσλαμβάνονται μετά από μια πολύ αυστηρή διαδικασία. Αυτό με το οποίο ασχολούμαι τώρα -να σας το πω με απλά λόγια- είναι ένας συνδυασμός από μεθόδους, όπου ξέρουμε τι κάνουν μεμονωμένα κύτταρα του εγκεφάλου, πως λειτουργούν σε συνδυασμό με κάποια άλλα και τι κάνει το σύστημα του εγκεφάλου. Για να το κάνεις αυτό χρειάζεσαι πολλά πράγματα και διαφορετικές μεθόδους. Ένα από αυτά είναι ότι χρειάζεσαι πολλές φορές θα ξέρεις τη συνδετικότητα του εγκεφάλου in vivo διότι, όταν έχεις ένα πρότζεκτ και θέλεις να δεις αν αλλάζει η συνδετικότητα, μετά έχεις μια διαδικασία μάθησης, μετά ξαναμετράς τη συνδετικότητα. Μελετούμε όχι μόνο τον μηχανισμό της μάθησης, αλλά και της αντίληψης, της μνήμης, της αναγνώρισης των αντικειμένων. Χρησιμοποιούμε τη λειτουργική μαγνητική τομογραφία, η οποία υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά παλιά· πριν από 20 χρόνια που άρχισα εγώ ήταν αδύνατον να κάνεις ηλεκτρικές μετρήσεις την ώρα που γίνεται η μαγνητική τομογραφία. Αυτό είναι ολόκληρο στάδιο γιατί, σήμερα, η επαγωγή που γίνεται από τα εναλλασσόμενα μαγνητικά πεδία στο ηλεκτρόδιο είναι τόσο τεράστια. Πώς να μετρήσεις 50 microVolts, όταν η επαγωγή είναι στο επίπεδο των 50 Volts».

   Κάθε χρόνο στην Ελλάδα

   «Στην Ελλάδα έρχομαι κάθε χρόνο όσο είμαι στην Ευρώπη. Όταν είμαι στην Αμερική, πηγαίνω στην Καραϊβική. Έχω τρέλα με την ιστιοπλοΐα και κάθε χρόνο πηγαίνω για ιστιοπλοΐα στο Ιόνιο, εκεί βλέπω και νέα παιδιά που δουλεύουν προσωρινά σε διάφορες δουλειές. Η εντύπωσή μου από εκεί και η εντύπωσή μου όταν έρχομαι μία στα τόσα στην Κρήτη για ένα πιλοτικό πρόγραμμα είναι ότι υπάρχει μια τάση να φύγουν, θέλουν να φύγουν έξω και αυτό είναι πάρα πολύ λυπηρό διότι αντανακλά τα χάλι του συστήματος».