Νέο Δελχί - Γιουσούφ Χαμίεντ: Ο φαρμακοβιομήχανος των φτωχών 
Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, ένας ινδός φαρμακοβιομήχανος έχει φέρει επανάσταση στη θεραπευτική αγωγή του AIDS προτείνοντας φάρμακα στην ελάχιστη τιμή για τους πιο φτωχούς του πλανήτη. Σήμερα ο Γιουσούφ Χαμίεντ θέλει να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο για τον καρκίνο.

Τον περασμένο μήνα, ο 76χρονος πρόεδρος της φαρμακοβιομηχανίας γενόσημων φαρμάκων Cipla διέθεσε στην ινδική αγορά φάρμακα κατά του καρκίνου του εγκεφάλου, του νεφρού, του πνεύμονα σε τιμές έως τέσσερις φορές χαμηλότερες από αυτές στις οποίες διατίθεντο έως τότε.

"Ελπίζω ότι θα μειώσουμε τις τιμές των αντικαρκινικών φαρμάκων πολύ περισσότερο ακόμα", είπε σε συνέντευξή του διευκρινίζοντας ότι θέλει επίσης να προμηθεύσει φάρμακα στην Αφρική καθώς "η μείωση των τιμών είναι μια ανθρωπιστική πράξη".

Το 2001, ο Γιουσούφ Χαμίεντ λοιδωρήθηκε από τους μεγάλους φαρμακευτικούς ομίλους όταν διέθεσε την τριπλή θεραπεία κατά του AIDS σε τιμή χαμηλότερη του ενός δολαρίου (0,79 ευρώ) την ημέρα, δηλαδή τριάντα φορές μικρότερη από τους ανταγωνιστές του.

Κατηγορήθηκε για κλοπή πνευματικής περιουσίας και απάντησε χαρακτηρίζοντας τους υβριστές του "δολοφόνους κατά συρροή" καθώς επιβάλλουν τιμές άπιαστες για τους πιο φτωχούς.

"Αυτό που έκανε ήταν επαναστατικό. Ήταν πολύ σημαντικό για να σωθούν ζωές. Αυτό που έκανε με τα αντικαρκινικά φάρμακα είναι ακριβώς το ίδιο", εκτιμά η Λίνα Μενγκανέι, γιατρός της μη κυβερνητικής οργάνωσης Γιατροί χωρίς Σύνορα στο Νέο Δελχί.

Το 1972 η Ινδία αποφάσισε ότι μόνο ο τρόπος παρασκευής ενός φαρμάκου προστατεύεται από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αλλά όχι το φάρμακο αυτό καθαυτό. Αρκούσε συνεπώς να υιοθετηθεί μια άλλη μέθοδος παρασκευής για να διατεθεί στην αγορά ένα αντίστοιχο φάρμακο, στην ελάχιστη τιμή.

Έτσι ήκμασε η βιομηχανία γενόσημων φαρμάκων στην Ινδία, λαμβάνοντας το προσωνύμιο "φαρμακείο του τρίτου κόσμου".

Ωστόσο το 2005 η χώρα εναρμόνισε τους κανονισμούς της με εκείνους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που αναγνωρίζει μια 20ετή περίοδο για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

 

Πραγματισμός

Η Cipla, τέταρτος σε μέγεθος φαρμακευτικός όμιλος στην Ινδία, προτρέπει την κυβέρνηση να χρησιμοποιεί ευρύτερα τις "υποχρεωτικές άδειες", που έχουν εγκριθεί από τον ΠΟΕ και που επιτρέπουν την παρασκευή γενόσημης εκδοχής πολύ ακριβών φαρμάκων για τις πιο φτωχές χώρες.

H Natco Φαρμακευτική έλαβε την πρώτη από αυτές τις ειδικές άδειες το Μάρτιο για να προχωρήσει στην παραγωγή του γενόσημου του Νexavar, ενός φαρμάκου της γερμανικής Bayer κατά του καρκίνου του νεφρού. Η μηνιαία δόση θα διατίθεται αντί 6.840 ρουπιών (97 ευρώ) έναντι 28.000 ρουπιών που ήταν πριν.

Η χορήγηση πολλών ειδικών αδειών κινδυνεύει να υπονομεύσει τις επενδύσεις στην φαρμακευτική έρευνα, προειδοποιεί ωστόσο ο Ραντζίτ Σαχανί, επικεφαλής της ομοσπονδίας των ινδών φαρμακοβιομηχάνων.

Η Bayer προειδοποίησε ότι θα προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά των αδειών αυτών, και οι διεθνείς ομόλογοί της δεσμεύτηκαν να κάνουν το ίδιο.

Ο Γιουσούφ Χαμίεντ δηλώνει ότι θέλει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στον "πραγματισμό που οφείλω στους μετόχους μου" και στην "κοινωνική ευθύνη" που είναι συναφής όπως είπε, στον τομέα δραστηριότητάς του.

Γεννημένος στο Βίλνιους της Λιθουανίας από πατέρα ινδό μουσουλμάνο και μητέρα λιθουανή εβραία, έφυγε από τη γενέτειρά του τη δεκαετία του 1930, λόγω της απειλής των ναζί. Μεγάλωσε στη Βομβάη και σπούδασε χημεία στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, πριν ενταχθεί στη Cipla που ίδρυσε ο πατέρας του.

Ο άθλος του το 2001, ώθησε το όμιλό του στην πρώτη θέση των αντιρετροϊκών φαρμάκων κατά του AIDS.

H Cipla έχει χρηματιστηριακή αξία πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων (3,94 δισεκατομμύρια ευρώ) και η προσωπική περιουσία του προέδρου της εκτιμάται από το περιοδικό Forbes σε 1,75 δισεκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ.

Ο Χαμίεντ δηλώνει υποστηρικτής μιας "πραγματιστικής πολιτικής" στο θέμα των φαρμάκων. Πιστεύει ότι οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες θα πρέπει να αφήσουν τους φαρμακευτικούς ομίλους των αναδυομένων χωρών να αντιγράφουν τα φάρμακά τους, με αντάλλαγμα κάποια εμπορικά δικαιώματα.

Σχεδόν το 95% του κέρδους των δυτικών φαρμακευτικών κολοσσών προέρχεται από τις αγορές των πλουσίων χωρών (Ιαπωνία, Ευρώπη, ΗΠΑ). "Οι όμιλοι δεν θα έχαναν συνεπώς πολλά πράγματα", αν άφηναν τις αναδυόμενες χώρες να παρασκευάσουν αντίγραφα των φαρμάκων τους, επιμένει ο Χαμίεντ.