Copyright © 2009 Ιατρικά Θέματα
Ουάσινγκτον-Τα πολλά παραπανίσια κιλά αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου
Το λεγόμενο <<παράδοξο της παχυσαρκίας>> έρχεται να επιβεβαιώσει μια
νέα επιστημονική μελέτη, που κατέληξε στη διαπίστωση ότι αν κανείς
είναι πολύ παχύσαρκος και έχει βάρος αρκετά πάνω από το κανονικό,
αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένο (σχεδόν κατά 30%) κίνδυνο πρόωρου
θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Αν όμως είναι απλώς υπέρβαρος ή έστω
ελαφρώς παχύσαρκος, δεν έχει δηλαδή υπερβολικά παραπανίσια κιλά, τότε
ο κίνδυνος θανάτου είναι ελαφρώς μειωμένος (κατά περίπου 5% έως 6%),
σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κατερίν Φλέγκαλ του Κέντρου
Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική
δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (JAMA),
σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, αξιολόγησαν περίπου 100 δημοσιευμένες
επιστημονικές μελέτες που αφορούσαν συνολικά σχεδόν τρία εκατομμύρια
ενήλικους ανθρώπους από πολλές χώρες.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση), που συσχέτισε τον δείκτη σωματικής
μάζας (ΒΜΙ) με τη θνησιμότητα, έδειξε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά
μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων όσον αφορά τον κίνδυνο θανάτου.
Φυσιολογικό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρείται το
βάρος, όταν ο δείκτης ΒΜΙ είναι μεταξύ 18,5 και 25. Υπέρβαρος είναι
κάποιος, όταν ο δείκτης είναι μεταξύ 25 έως 30, ενώ παχύσαρκος όταν
ξεπερνά το 30 (δείκτης άνω του 35 δείχνει σοβαρή παχυσαρκία). Ο
δείκτης υπολογίζεται όταν διαιρέσει κανείς το βάρος σε κιλά με το
τετράγωνο του ύψους (π.χ. 75 δια 1,65Χ1,65).
Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι οι υπέρβαροι (με δείκτη
σωματικής μάζας 25-30) κατά μέσο όρο έχουν μικρότερο κίνδυνο θανάτου
κατά 6% και οι ελαφρώς παχύσαρκοι (με δείκτη 30-35) επίσης μικρότερο
κίνδυνο κατά 5% σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος. Όμως οι
σοβαρά παχύσαρκοι (με δείκτη άνω του 35) έχουν αυξημένο κίνδυνο
θνησιμότητας κατά 29%.
Οι επιδημιολόγοι έχουν παρατηρήσει εδώ και κάποια χρόνια αυτή
την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο βάρος και το ποσοστό
θνησιμότητας, μέχρι τουλάχιστον ένα επίπεδο πάχους. Σε χρόνιες
ασθένειες όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές και οι νεφρικές παθήσεις, οι
άνθρωποι με βάρος πάνω από το φυσιολογικό έχουν συχνά μεγαλύτερο
προσδόκιμο ζωής, γι' αυτό άλλωστε το πάχος τους δεν θεωρείται κατ'
ανάγκη επιβαρυντικός παράγων σε αυτές τις περιπτώσεις (κάτι που όμως
θα πρέπει να αξιολογήσει ο γιατρός).
Οι ερευνητές θεωρούν ως πιθανές αιτίες γι' αυτό το παράδοξο (δηλαδή
οι υπέρβαροι και ελαφρώς παχύσαρκοι να κινδυνεύουν λιγότερο από πρόωρο
θάνατο σε σχέση με όσους έχουν κανονικά κιλά) διάφορους παράγοντες,
όπως την προστατευτική μεταβολική δράση του αυξημένου λίπους του
οργανισμού. Πάντως, οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι επί της ουσίας δεν
γνωρίζουν ακόμα τους συγκεκριμένους βιολογικούς μηχανισμούς που θα
μπορούσαν να εξηγήσουν το εν λόγω παράδοξο.
Από την άλλη, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι συνήθως η αύξηση του
πάχους αυξάνει τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου όπως η
χοληστερόλη και η αρτηριακή πίεση, συνεπώς τα παραπανίσια κιλά μπορεί
να εντάξουν κάποιον σε ομάδα κινδύνου, όσον αφορά την υγεία του.
είναι πολύ παχύσαρκος και έχει βάρος αρκετά πάνω από το κανονικό,
αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένο (σχεδόν κατά 30%) κίνδυνο πρόωρου
θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Αν όμως είναι απλώς υπέρβαρος ή έστω
ελαφρώς παχύσαρκος, δεν έχει δηλαδή υπερβολικά παραπανίσια κιλά, τότε
ο κίνδυνος θανάτου είναι ελαφρώς μειωμένος (κατά περίπου 5% έως 6%),
σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κατερίν Φλέγκαλ του Κέντρου
Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική
δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (JAMA),
σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, αξιολόγησαν περίπου 100 δημοσιευμένες
επιστημονικές μελέτες που αφορούσαν συνολικά σχεδόν τρία εκατομμύρια
ενήλικους ανθρώπους από πολλές χώρες.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση), που συσχέτισε τον δείκτη σωματικής
μάζας (ΒΜΙ) με τη θνησιμότητα, έδειξε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά
μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων όσον αφορά τον κίνδυνο θανάτου.
Φυσιολογικό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρείται το
βάρος, όταν ο δείκτης ΒΜΙ είναι μεταξύ 18,5 και 25. Υπέρβαρος είναι
κάποιος, όταν ο δείκτης είναι μεταξύ 25 έως 30, ενώ παχύσαρκος όταν
ξεπερνά το 30 (δείκτης άνω του 35 δείχνει σοβαρή παχυσαρκία). Ο
δείκτης υπολογίζεται όταν διαιρέσει κανείς το βάρος σε κιλά με το
τετράγωνο του ύψους (π.χ. 75 δια 1,65Χ1,65).
Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι οι υπέρβαροι (με δείκτη
σωματικής μάζας 25-30) κατά μέσο όρο έχουν μικρότερο κίνδυνο θανάτου
κατά 6% και οι ελαφρώς παχύσαρκοι (με δείκτη 30-35) επίσης μικρότερο
κίνδυνο κατά 5% σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικό βάρος. Όμως οι
σοβαρά παχύσαρκοι (με δείκτη άνω του 35) έχουν αυξημένο κίνδυνο
θνησιμότητας κατά 29%.
Οι επιδημιολόγοι έχουν παρατηρήσει εδώ και κάποια χρόνια αυτή
την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο βάρος και το ποσοστό
θνησιμότητας, μέχρι τουλάχιστον ένα επίπεδο πάχους. Σε χρόνιες
ασθένειες όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές και οι νεφρικές παθήσεις, οι
άνθρωποι με βάρος πάνω από το φυσιολογικό έχουν συχνά μεγαλύτερο
προσδόκιμο ζωής, γι' αυτό άλλωστε το πάχος τους δεν θεωρείται κατ'
ανάγκη επιβαρυντικός παράγων σε αυτές τις περιπτώσεις (κάτι που όμως
θα πρέπει να αξιολογήσει ο γιατρός).
Οι ερευνητές θεωρούν ως πιθανές αιτίες γι' αυτό το παράδοξο (δηλαδή
οι υπέρβαροι και ελαφρώς παχύσαρκοι να κινδυνεύουν λιγότερο από πρόωρο
θάνατο σε σχέση με όσους έχουν κανονικά κιλά) διάφορους παράγοντες,
όπως την προστατευτική μεταβολική δράση του αυξημένου λίπους του
οργανισμού. Πάντως, οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι επί της ουσίας δεν
γνωρίζουν ακόμα τους συγκεκριμένους βιολογικούς μηχανισμούς που θα
μπορούσαν να εξηγήσουν το εν λόγω παράδοξο.
Από την άλλη, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι συνήθως η αύξηση του
πάχους αυξάνει τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου όπως η
χοληστερόλη και η αρτηριακή πίεση, συνεπώς τα παραπανίσια κιλά μπορεί
να εντάξουν κάποιον σε ομάδα κινδύνου, όσον αφορά την υγεία του.