Ακράτεια ούρων στη γυναίκα
Γράφει η Φιλιππιάδου Μαγδαληνή, Ιατρός
Ως ακράτεια ούρων ορίζεται η ακούσια, συνεχής ή κατά διαστήματα, απώλεια ούρων, σε χώρο και χρόνο κοινωνικά μη αποδεκτό. Θεωρείται σύμπτωμα και όχι νόσος και αφορά διαταραχές του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής της ασθενούς και αποτελεί πρόβλημα με κοινωνικές, ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες η ακράτεια στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση κυμαίνεται μεταξύ 16% έως και 60%. Η πλειοψηφία των περιστατικών (63%) αφορά την ακράτεια από προσπάθεια. Επιπρόσθετα, έχει ανευρεθεί ότι  η αναλογία γυναικών και ανδρών που πάσχουν από ακράτεια ούρων αναφέρεται ως 2/1. Πράγματι, σε αντίστοιχες μελέτες που διεξήχθησαν στα ΚΑΠΗ της χώρας μας, το ποσοστό των γυναικών που παρουσιάζει ακράτεια ούρων ανέρχεται στο 50% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον ανδρικό πληθυσμό είναι 25%.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι λειτουργίες της ουροδόχου κύστεως και της ουρήθρας είναι ανταγωνιστικές. Η αρμονική συλλειτουργία των δύο εξασφαλίζεται υπό την καθοδήγηση του νευρικού συστήματος, έτσι ώστε η ουρήθρα να παραμένει κλειστή όταν τα ούρα συγκεντρώνονται στην ουροδόχο κύστη ενώ να είναι ανοιχτή όταν η ουροδόχος κύστη συσπάται, με αποτέλεσμα την εξώθηση των ούρων και την απρόσκοπτη ροή τους προς το περιβάλλον. Η ορθή λειτουργία του συστήματος αυτού εξασφαλίζεται επίσης και από την ικανότητα προσαρμογής της κύστης, δηλαδή από τις ινοελαστικές δυνατότητες του εξωστήρα μυ, καθώς και από την ανατομική ακεραιότητα των υποστηρικτικών μηχανισμών της ανατομικής περιοχής.

Κατά τη διάρκεια της πλήρωσης της κύστης, αναχαιτίζεται η δράση του παρασυμπαθητικού και ενεργοποιείται η σύσπαση του έξω σφιγκτήρα ενώ αντίθετα κατά την ούρηση ενεργοποιείται το παρασυμπαθητικό με αποτέλεσμα τη σύσπαση του εξωστήρα και την ταυτόχρονη χάλαση του  έξω σφιγκτήρα, με αποτέλεσμα τη δίοδο των ούρων προς το περιβάλλον. Οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες παραμέτρους βλαφθεί, έχει ως επακόλουθο την ακράτεια ούρων.

Ανάλογα με το αίτιο, η ακράτεια ούρων διακρίνεται στους κάτωθι έξι τύπους: ακράτεια ούρων από προσπάθεια, ακράτεια από έπειξη, ακράτεια μικτού τύπου, ακράτεια από υπερπλήρωση, ολική ακράτεια και ψυχογενής ακράτεια. Προκειμένου να τεθεί η διάγνωση επιβάλλεται η ορθή λήψη ιστορικού, η κλινική εξέταση, το PAD-test, καθώς και η διεξαγωγή ενός βιοχημικού και απεικονιστικού ελέγχου. Ωστόσο, ακρογωνιαίος λίθος στη διαγνωστική προσέγγιση της διαταραχής είναι ο ουροδυναμικός έλεγχος που περιλαμβάνει την καταγραφή της συχνότητας των ουρήσεων και της αποβολής των ούρων, την ουροροομετρία, την κυστεομανομέτρηση, την πίεση του σημείου διαφυγής, τη σύγχρονη video-κυστεομανομετρία, την ηλεκτρομυογραφία, καθώς και την προφιλομετρία ουρήθρας.

Η θεραπευτική προσέγγιση ποικίλλει ανάλογα με το είδος της ακράτειας. Στην ακράτεια από προσπάθεια συνιστώνται η απώλεια βάρους, ο περιορισμός της υπερβολικής πρόσληψης υγρών, η ελάττωση του καπνίσματος, ο προγραμματισμός των ουρήσεων και η επανεκπαίδευση της κύστης, οι ασκήσεις ενδυνάμωσης του πυελικού εδάφους, καθώς και η ηλεκτρική διέγερση. Σημαντική θεωρείται και η συμβολή φαρμάκων, όπως η φαινυλπροπανολαμίνη, η μιδιδρόνη και η οιστρογονική θεραπεία. Όσον αφορά τις χειρουργικές τεχνικές πιο συχνά διενεργώνται η οπισθοηβική κυστεοουρηθροπηξία (κολποανάρτηση κατά Burch), η κυστεοουρηθροπηξία κατά Marshall-Marchetti-Krantz, η επέμβαση κατά Stammey και η ανάρτηση της ουρήθρας «δίκην αιώρας» με συνθετικές ταινίες ελεύθερης τάσης. Στην ακράτεια από έπειξη προτείνεται η χρήση αντιχολινεργικών φαρμάκων. Η ακράτεια μικτού τύπου αντιμετωπίζεται αρχικά φαρμακευτικά με αντιχολινεργικούς παράγοντες και ενδέχεται να συνδυαστεί με εφαρμογή ταινιών ελεύθερης τάσης. Η ακράτεια από υπερπλήρωση αντιμετωπίζεται αιτιολογικά ενώ η ολική ακράτεια, με χειρουργική διόρθωση της ανατομικής ανωμαλίας. Τέλος, στην ψυχογενή ακράτεια επιστρατεύεται η ψυχοθεραπεία και η χορήγηση αντιχολινεργικών παραγόντων.

Οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να αναδεικνύουν σεβασμό και διακριτικότητα απέναντι στο θέμα της ακράτειας, καθότι η διαταραχή αυτή είναι δυνατόν να προκαλέσει την κοινωνική περιθωριοποίηση και απομόνωση της ασθενούς.

 

Σύντομο βιογραφικό

Η Φιλιππιάδου Μαγδαληνή γεννήθηκε στις 2/3/1988 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει. Το 2005 αποφοίτησε πρώτη από το Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης με βαθμό Άριστα «19,6» και εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. Στις 28/7/2011 αποφοίτησε πρώτη από την Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. με βαθμό Άριστα «9,09». Ως εκπρόσωπος των τελειοφοίτων, εκφώνησε τον Όρκο της Ιατρικής Σχολής καθώς και τον Όρκο του Ιπποκράτη. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλα επιστημονικά συνέδρια, ενώ εργασία της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής, με θέμα «Βενζοδιαζεπίνες και τρίτη ηλικία». Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αυριανή Μακεδονίας-Θράκης, με κείμενα ιατρικού περιεχομένου και παράλληλα αναμένει την πρόσληψή της στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για την ειδικότητα της ψυχιατρικής.