Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ/ΗΠΑ
Ένας στους τρεις ασθενείς βγαίνει από τις μονάδες εντατικής με κατάθλιψη
Το ένα τρίτο τουλάχιστον των ασθενών που εισήχθησαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας των νοσοκομείων για κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας και οι οποίοι τελικά επιζούν, εμφανίζουν στη συνέχεια κατάθλιψη, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα. Οι επιζώντες από την εντατική έχουν τριπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ η κατάθλιψη είναι τέσσερις φορές πιο συχνή από ό,τι το μετατραυματικό στρες σε όσους βίωσαν την κρίσιμη εμπειρία της εντατικής. Μια δεύτερη νορβηγική έρευνα εξάλλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάθλιψη αυξάνει κατά 40% τον κίνδυνο καρδιοπάθειας. Στην πρώτη μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ψυχολόγο και επίκουρο καθηγητή ιατρικής Τζέημς Τζάκσον του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet", μελέτησαν τις περιπτώσεις 821 ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση, που είχαν εισαχθεί σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Από αυτούς, οι 448 ζούσαν μετά από τρεις μήνες και οι 382 μετά από 12 μήνες. Οι ερευνητές υπέβαλαν τους επιζώντες σε μια σειρά από νευροψυχολογικές δοκιμασίες. Όπως διαπίστωσαν, τρεις μήνες μετά την εντατική, οι 149 ασθενείς (ποσοστό 37%) εμφάνιζαν ήπια ή πιο σοβαρή κατάθλιψη, κυρίως με τη μορφή ψυχοσωματικών συμπτωμάτων (αδυναμία, έλλειψη όρεξης, κόπωση κ.α.) παρά καθαρά ψυχολογικών. Το ένα τρίτο από αυτούς συνέχιζαν να έχουν κατάθλιψη μετά από ένα έτος. Αν και τα συμπτώματα κατάθλιψης είναι πιθανότερο να εμφανιστούν στην εντατική -και μετά από αυτήν- σε άτομα με προϋπάρχουσα κατάθλιψη, εμφανίζονται επίσης συχνότατα σε ανθρώπους χωρίς ιστορικό ψυχικής διαταραχής. Αυτοί οι ασθενείς χωρίς προϊστορία κατάθλιψης εμφάνιζαν συμπτώματα μετατραυματικού στρες σε ποσοστό μόνο 7%, αλλά κατάθλιψη σε ποσοστό περίπου 30% ένα έτος μετά την εντατική. Επίσης, η έρευνα διαπίστωσε ότι οι επιζώντες, τρεις μετά τη θεραπεία τους στην εντατική, εμφάνιζαν σε ποσοστό 32% (και 27% μετά από ένα έτος) σοβαρά προβλήματα κινητικότητας και αυτοεξυπηρέτησης (αδυναμία να φάνε μόνοι τους, να κάνουν μπάνιο, να ντυθούν κλπ). Όσον αφορά την αδυναμία άλλων καθημερινών δραστηριοτήτων (διαχείριση χρημάτων, ψώνια, τήρηση φαρμακευτικής συνταγογράφησης κ.α.), τα αντίστοιχα ποσοστά αδυναμίας ήσαν 26% μετά τους τρεις μήνες και 23% μετά τους 12 μήνες. Όπως είπε ο Τζάκσον, τα ποσοστά αυτά είναι υψηλά και χειρότερα από αυτά που εμφανίζουν τα άτομα με ήπια άνοια. Τόνισε ότι ενώ έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις συνέπειες του μετατραυματικού στρες, στην πραγματικότητα έχει υποτιμηθει το σοβαρότερο πρόβλημα της κατάθλιψης για τα άτομα που «περνάνε» από την εντατική. Η κατάθλιψη της καρδιάς Στη δεύτερη επιδημιολογική μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Λιζ Τούσετ Γκούσταντ του νορβηγικού νοσοκομείου Λεβάνγκερ, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο συνέδριο "EuroHeartCare 2014" της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας που πραγματοποιήθηκε στη Νορβηγία, ανακοίνωσαν ότι η μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη αυξάνει σημαντικά, κατά 40%, τον κίνδυνο για την καρδιά, ενώ αν η κατάθλιψη είναι ήπια, ο κίνδυνος είναι αυξημένος 5% κατά μέσο όρο. Συνεπώς, όσο πιο μεγάλη κατάθλιψη έχει κανείς, τόσο ο κίνδυνος καρδιοπάθειας είναι μεγαλύτερος. Οι πρώιμες ενδείξεις της κατάθλιψης συνήθως περιλαμβάνουν την απώλεια ενδιαφέροντος και την αδυναμία απόλαυσης πραγμάτων αγαπητών μέχρι τότε (διάβασμα, παρακολούθηση τηλεόρασης, φιλικές επαφές κ.α.). Η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται ευκολότερα στο αρχικό στάδιό της και πιο δύσκολα αν έχει χρονίσει, ιδίως αν συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα. Η κατάθλιψη ενεργοποιεί τις ορμόνες του στρες, οι οποίες, μεταξύ άλλων, προκαλούν χρόνιες φλεγμονές στον οργανισμό και αρτηριοσκλήρυνση, παράγοντες που μπορεί να επιταχύνουν την εμφάνιση καρδιοπάθειας. Επίσης οι άνθρωποι με κατάθλιψη συχνά αδιαφορούν να επισκεφτούν γιατρό, να ακολουθήσουν την ενδεδειγμένη φαρμακευτική θεραπεία και γενικότερα να κάνουν ένα υγιεινό τρόπο ζωής (διακοπή καπνίσματος, υγιεινή διατροφή, σωματική άσκηση), με συνέπεια να επιβαρύνεται περαιτέρω η καρδιά τους.