Ανησυχητικά στοιχεία για την σχέση των Ελλήνων με την υγεία τους, αλλά και για τον τρόπο ζωής τους, φέρνει στο φως η πρώτη μεγάλη έρευνα με το όνομα ΥΔΡΙΑ, η οποία συνεχίζεται σε δείγμα 4.000 ατόμων από όλες τις περιοχές της χώρας. Τα πρώτα στοιχεία, που ανακοινώθηκαν στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, είναι άκρως αποκαλυπτικά, καθώς η πρώτη αυτή προσέγγιση αναδεικνύει δημογραφικές διαφοροποιήσεις και οικονομικές-κοινωνικές ανισότητες σε παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση νοσημάτων, όπως π.χ. οι ανεπαρκείς διατροφικές επιλογές, η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, κ.ά. Αναδεικνύεται επίσης η σχέση προσωπικών χαρακτηριστικών και συνηθειών με τη συχνότητα εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων, όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακά νοσήματα, παχυσαρκία και υπέρταση στον πληθυσμό της χώρας.
Μόνο τα στοιχεία για την παχυσαρκία στη χώρα μας αρκούν για να μας βάλουν σε προβληματισμό. Επτά στους δέκα ενήλικες μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Οι άνδρες είναι συχνότερα υπέρβαροι, ενώ οι γυναίκες είναι συχνότερα παχύσαρκες.
Το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων ατόμων παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα 50-64 ετών. Το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων ατόμων παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα 65-79 ετών.
Το 50% του πληθυσμού των ανδρών έχει αυξημένο κίνδυνο για μεταβολικές επιπλοκές. Το 50% του πληθυσμού των γυναικών έχει σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για μεταβολικές επιπλοκές.
Το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων ενήλικων ατόμων παρατηρήθηκε στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη (43%), ενώ το μικρότερο ποσοστό στην Αττική (30%). Εάν συνυπολογιστεί και το ποσοστό των υπέρβαρων ατόμων η κατανομή του αυξημένου σωματικού βάρους ανά περιοχή είναι ανάλογη. Περίπου 7 στους 10 μόνιμους κάτοικους άνω των 18 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι σε όλες τις περιοχές.
Οι κάτοικοι της Αττικής, σε σχέση με τους κατοίκους των υπόλοιπων περιοχών της χώρας, περπατούν περισσότερο και συγκεκριμένα 5 ώρες και 40 λεπτά την εβδομάδα, τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα. Σε αντιδιαστολή, οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης περπατούν λιγότερο (4 ώρες και 30 λεπτά).
Περίπου ένας στους δέκα ενήλικες μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας δήλωσε ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη (ινσουλινοεξαρτώμενο ή μη), χωρίς να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Η παρουσία σακχαρώδους διαβήτη αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Μεταξύ των ατόμων άνω των 65 ετών περίπου τρεις στους δέκα πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Το 1% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας έχει σακχαρώδη διαβήτη (επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (GHbA1c) μεγαλύτερα ή ίσα 6,5%) και δεν το γνωρίζει. Το 7% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας έχει Προ-Διαβήτη (GHbA1c = 5,7% έως 6,4%) και δεν έχει ιατρική διάγνωση ή δε λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Τα νεότερα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη συχνότερα από άτομα μεσαίου και ανώτερου μορφωτικού επιπέδου.
Όσον αφορά τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, τα πρώτα στοιχεία της μελέτης δείχνουν ότι περίπου δύο στους πέντε ενήλικες μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας έχουν ενδείξεις υπέρτασης. Το ποσοστό των ανδρών με ενδείξεις υπέρτασης είναι μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών μέχρι την ηλικία των 65 ετών, ενώ μετά δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Μεταξύ των ατόμων από 65 ετών και πάνω περίπου τέσσερις στους πέντε έχουν ενδείξεις υπέρτασης. Περίπου ένας στους δέκα ενήλικες έχει παθολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης, χωρίς όμως να αναφέρει ιατρική διάγνωση ή λήψη φαρμακευτικής αγωγής (μέσος όρος τριών διαδοχικών μετρήσεων μίας ημέρας). Μεταξύ των ατόμων ηλικίας μικρότερης των 65 ετών, ο επιπολασμός (συχνότητα στον γενικό πληθυσμό) της υπέρτασης είναι μεγαλύτερος στα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Το υψηλότερο ποσοστό ενήλικων ατόμων με ενδείξεις υπέρτασης παρατηρήθηκε στη περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας (47%), ενώ το μικρότερο ποσοστό στην Αττική (36%). Η διαβάθμιση παραμένει αμετάβλητη στην κατά φύλο ανάλυση.
Περίπου δύο στους πέντε ενήλικες μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας έχουν ενδείξεις υπερχοληστερολαιμίας, χωρίς να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Η υπερχοληστερολαιμία αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Το 6% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας έχει αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και δεν το γνωρίζει, βάσει αποτελεσμάτων μίας μέτρησης. Το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων ηλικίας μικρότερης των 65 ετών με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών φαίνεται ότι ακολουθούν συχνότερα το πρότυπο της Μεσογειακής Διατροφής (περισσότερα λαχανικά, φρούτα, όσπρια και ψάρια), σε σχέση με τα νεότερα άτομα, τα οποία απομακρύνονται από την παραδοσιακή Μεσογειακή διατροφή. Το 80% της πρόσληψης προστιθέμενων λιπιδίων προέρχεται από την κατανάλωση ελαιόλαδου. Οι Έλληνες καταναλώνουν συχνά ψωμί (και άλλα δημητριακά), λαχανικά, γαλακτοκομικά και κρέας, λιγότερα φρούτα, όσπρια και ψάρια.
Σε ειδικό ερωτηματολόγιο που αφορούσε τους τελευταίους 12 μήνες, το 7% του πληθυσμού στην Ελλάδα δηλώνει ότι έχει ή είχε χρόνια κατάθλιψη. Μια στις δέκα γυναίκες ενήλικες μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας πάσχει ή έπασχε από χρόνια κατάθλιψη. Το ποσοστό των γυναικών με χρόνια κατάθλιψη είναι περίπου 4 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών. Ο επιπολασμός της χρόνιας κατάθλιψης αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία της μελέτης που αφορούν τη χρήση φαρμάκων στην Ελλάδα καθώς δείχνουν ότι ένας στου τέσσερις ενήλικες μόνιμους κάτοικους της Ελλάδας λαμβάνει φάρμακα για τη θεραπεία της υπέρτασης, με το ποσοστό των γυναικών να υπερτερεί έναντι αυτού των ανδρών. Ένας στους πέντε λαμβάνει φάρμακα για μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα, χωρίς να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων. Ένας στους δέκα περίπου λαμβάνει φάρμακα για το σακχαρώδη διαβήτη, χωρίς να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων. Το 5% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας λαμβάνει αντικαταθλιπτικά με το ποσοστό των γυναικών να είναι περίπου 3 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών. Το 5% του ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας λαμβάνει αγχολυτικά με το ποσοστό των γυναικών να είναι περίπου 3 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανδρών.
Στην παρουσίαση της μελέτης, τα αποτελέσματα σχολίασε η καθηγήτρια Διατροφής Αντωνία Τριχοπούλου, η οποία εξήγησε ότι η προσπάθεια που κάνει το Ελληνικό Ίδρυμα Υγείας και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων του Υπουργείου Υγείας, είναι να καταγραφούν τα προβλήματα υγείας των Ελλήνων ώστε να χαραχτεί πιο ουσιαστική και παρεμβατική πολιτική πρόληψης στο άμεσο μέλλον.