Πανεπιστήμιο Emory/ΗΠΑ

Παχυσαρκία

Ερευνα ρίχνει φως στο δύσκολο πρόβλημα της απώλειας βάρους


 

Άτομα με ήπια έως μέτρια παχυσαρκία μπορούν να χάσουν βάρος εάν παγώσει το νεύρο που μεταδίδει σήματα πείνας στον εγκέφαλο, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

«Η ιατρική βιβλιογραφία δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προγραμμάτων για την απώλεια βάρους αποτυγχάνουν, ειδικά όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να μειώσουν την πρόσληψη τροφής», υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Προλόγκο, ακτινολόγος και βασικός συντάκτης της μελέτης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Συνεπώς, η συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή αναπτύχθηκε ειδικά για να μειώσει τη φθορά την οποία συχνά επιφέρει η απώλεια βάρους.

Η μελέτη που παρουσιάστηκε στην ετήσια επιστημονική συνάντηση της Εταιρίας Επεμβατικής Ραδιολογίας για το 2018, καταδεικνύει ότι η αδρανοποίηση του νεύρου επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση μίας βελόνας στην πλάτη του ασθενούς. Οι ακτινολόγοι οι οποίοι βλέπουν στο σκάνερ την αξονική τομογραφία του ασθενούς, χρησιμοποιούν αργό αέριο για να παγώσουν το νεύρο που βρίσκεται στη βάση του οισοφάγου, το οποίο στέλνει σήματα στον εγκέφαλο ότι το στομάχι είναι άδειο.

«Δεν προσπαθούμε να εξαλείψουμε αυτή τη βιολογική αντίδραση, αλλά να μειώσουμε μόνο την ένταση αυτού του σήματος που στέλνεται στον εγκέφαλο για να παράσχουμε μία νέα βιώσιμη λύση στο δύσκολο πρόβλημα της θεραπείας της ήπιας παχυσαρκίας», λέει ο Προλόγκο.

Δέκα άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεταξύ 30 και 37 υποβλήθηκαν στη διαδικασία για τη διενέργεια της μελέτης. Όλοι ανέφεραν μειωμένη όρεξη κατά τη διάρκεια των μετέπειτα 90 ημερών. Η συνολική μέση απώλεια βάρους ήταν 3,6 % επί του αρχικού σωματικού βάρους, ενώ υπήρξε και μια μέση πτώση σχεδόν 14% του περίσσιου ΔΜΣ. Στα θετικά είναι και το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκαν επιπλοκές ή παρενέργειες.

Ωστόσο, οι συντάκτες της μελέτης διευκρινίζουν ότι η μέθοδος αυτή έχει κάποιους περιορισμούς, όπως το μικρό αντιπροσωπευτικό δείγμα και ο προσωρινός χαρακτήρας των αποτελεσμάτων. Το επόμενο διάστημα περισσότερα άτομα θα υποβληθούν σε μία μεγαλύτερης κλίμακας κλινική δοκιμή, προκειμένου να εξετασθεί η αποτελεσματικότητα και η διάρκεια της αγωγής αυτής.