Κώφωση και οσφυαλγία οι ασθένειες των μουσικών
H μουσική μπορεί να προκαλέσει κώφωση αλλά και... οσφυαλγία στους μουσικούς. Και ενώ η υπερέκθεση των μουσικών σε μουσική υψηλής έντασης ενέχει τον κίνδυνο της πρόκλησης βαρηκοΐας, η ενασχόληση με τη μουσική αναπτύσσει στους μουσικούς την ικανότητα να αναγνωρίζουν καλύτερα όχι μόνο τη μουσική αλλά και άλλους ήχους, ακόμη και στις πιο δύσκολες ακουστικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά η χρήση μουσικών οργάνων προκαλεί στους μουσικούς μυοσκελετικά προβλήματα σε συχνότητα που φτάνει μέχρι και το 87%, με συνέπεια να βιώνουν τον πόνο στην καθημερινότητά τους. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο 3ο Διεθνές Συνέδριο για την Ιατρική των Μουσικών στην Ελλάδα, οι εργασίες του οποίου άρχισαν στη Θεσσαλονίκη (Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών) και θα συνεχιστούν έως τις 17 Απριλίου . «Η διατήρηση της ακοής των μουσικών αποτελεί τόσο παράγοντα ιατρικής πρόληψης όσο και ζωτικό παράγοντα σχετιζόμενο με την απόδοσή τους», αναφέρει η επίκουρη καθηγήτρια Ψυχοακουστικής στο ΑΠΘ, κ. Βασιλική Ηλιάδου, επισημαίνοντας τη σημασία της γνώσης της πιθανότητας απώλειας μουσικής ως αποτέλεσμα υπερέκθεσης στη μουσική. «Η έκθεση στη μουσική σε ό,τι αφορά τη βαρηκοΐα (απώλεια ακοής) σχετίζεται με παράγοντες όπως τα δυναμικά πεδία έντασης και τα χαρακτηριστικά που άπτονται του χρόνου και όχι τόσο με συγκεκριμένους ήχους, όπως αυτοί μπορούν να απεικονιστούν με βάση τη φασματική τους ανάλυση και τα μέγιστα των εντάσεών τους. Η μουσική, αν και μπορεί να την αντιλαμβάνονται ιδιαίτερα οι μουσικοί ως ευχάριστο ερέθισμα, μπορεί να είναι εξίσου απειλητική για την ακοή, όπως και ο θόρυβος» τονίζει την ανακοίνωσή της η κ.Ηλιάδου. Παράλληλα εξηγεί ότι η έκθεση των μουσικών στη μουσική δεν γίνεται μόνο στο πλαίσιο της εξάσκησης και της παρουσίασης του έργου τους στο κοινό και ότι αυτοί είναι μάλλον πιο «επιρρεπείς» από το μέσο άνθρωπο στο να εκθέτουν τον εαυτό τους σε μουσική άλλων καλλιτεχνών, γεγονός που συνήθως οδηγεί σε περισσότερες ώρες έκθεσης σε δυνατή μουσική. Αυτό θα πρέπει να το λαμβάνουν υπόψη οι ειδικοί κατά την εξέταση της ακοής και την αναζήτηση αιτιολογίας σε περίπτωση μερικής απώλειας ακοής στους μουσικούς Ωστόσο οι μουσικοί μέσα από τη μελέτη, τη μάθηση, την εξάσκηση, τις πρόβες και τις παραστάσεις διαμορφώνουν την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν καλύτερα και να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά της μουσικής, τόσο σε ό,τι αφορά τη φασματική ανάλυσή της όσο και σε ό,τι αφορά την χρονική εναλλαγή. Η εναλλακτική έκθεση στη μουσική με τον προαναφερόμενο τρόπο οδηγεί τους μουσικούς σε ανώτερες ικανότητες επεξεργασίας της ακουστικής πληροφορίας . «Κατά την αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας των μουσικών ομιλίας στο θόρυβο, σε διάφορα επίπεδα σήματος προς θόρυβο, προκύπτει η εξαιρετική τους ικανότητα να αντιλαμβάνονται την ομιλία ακόμη και στις πιο δύσκολες ακουστικές συνθήκες. Αυτή η ικανότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα αυξημένης ακουστικής επεξεργασίας, η οποία, αν και έχει ως στόχο τη μουσική στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους, φαίνεται να επεκτείνεται και σε άλλου είδους ερεθίσματα και συνθήκες. Η ακουστική επεξεργασία δεν περιορίζεται στην αποκωδικοποίηση της πληροφορίας που μεταφέρουν τα ακουστικά ερεθίσματα, αλλά επεκτείνεται στην ταυτόχρονη επίδραση παραγόντων από ανώτερα κέντρα στην κεντρική ακουστική νευρική οδό, τα οποία σχετίζονται με την προσοχή, την επικέντρωση, το κίνδυνο καθώς και τις γνωστικές λειτουργίες και τα κέντρα του συνειρμού. Η βελτιστοποίηση των ικανοτήτων μουσικής επεξεργασίας ως απόρροια μουσικής εκπαίδευσης και εξάσκησης του επαγγέλματος του μουσικού αποτελεί θετικό παράγοντα. Ωστόσο πρέπει να διατηρηθεί ισορροπία με την υπερέκθεση σε μουσική υψηλής έντασης», αναφέρει στην ανακοίνωσή της η κ. Ηλιάδη

Μουσική και οσφυαλγία

Οι μουσικοί εμφανίζουν συχνότατα επώδυνα σύνδρομα σπονδυλικής στήλης, η βάση των οποίων βρίσκεται σε επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς. Συγκεκριμένα υποφέρουν από μυοσκελετικές παθήσεις σε συχνότητα που κυμαίνεται από 39-87%. Το 82% των μουσικών αναφέρουν τουλάχιστον ένα πρόβλημα σχετικό με το μυοσκελετικό σύστημα, ενώ το 76% αυτών περιγράφουν το πρόβλημα ως ιδιαίτερα σημαντικό που επηρεάζει την απόδοσή τους. Το 60,9% συνολικά των μουσικών εμφανίζουν πόνο στη σπονδυλική στήλη με αναλογία 38,3% στον αυχένα, 41,8% στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης και 25,5% στη μέση . Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από ανακοίνωση του καθηγητή Ορθοπεδικής στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ, κ. Αναστάσιου Χριστοδούλου. «Στη βιβλιογραφία δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και τον παθογενετικό μηχανισμό. Ωστόσο είναι γνωστό ότι ορισμένοι τύποι μουσικών οργάνων σχετίζονται με υψηλότερη συχνότητα πόνου στη σπονδυλική στήλη π.χ. 72,2% σε πιανίστες και 73,9% στα έγχορδα, με συχνότερη εντόπιση στον αυχένα, ενώ 100% στα κρουστά (ντραμς ,τύμπανο) με κύρια εντόπιση στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης», αναφέρει ο κ. Χριστοδούλου. Όπως εξηγεί ο κ. Χριστοδούλου στον παθογενετικό μηχανισμό ενοχοποιείται το αθροιστικό αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων μικροτραυματισμών, οι οποίοι σχετίζονται με άλλους παράγοντες , όπως η όρθια ή κακή στάση του σώματος , οι πολλές ώρες εργασίας ή άσκησης, το είδος του οργάνου και η τεχνική, η κακή φυσική κατάσταση και το στρες. «Σε αυτές τις περιπτώσεις η σωστή θεραπεία στηρίζεται στη σωστή διάγνωση και στη μεθοδική προσέγγιση του ασθενή, διακρίνοντας τρεις φάσεις: την αρχική φάση της αντιμετώπισης του πόνου, τη φάση επαναδραστηριοποίησης και τη φάση της συντήρησης. Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην αντιμετώπιση και χαρακτηρίζεται από ποικίλες χειρουργικές τεχνικές, που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες νοσολογικές οντότητες που αναπτύσσονται» αναφέρει ο κ. Χριστοδούλου.