Copyright © 2009 Ιατρικά Θέματα
Φυματίωση: Παιδιά, παραμελημένα θύματα μιας ξεχασμένης ασθένειας
Κάθε χρόνο, η φυματίωση σκοτώνει περίπου 2 εκατομμύρια ανθρώπους, που ζουν κατά κύριο λόγο σε αναπτυσσόμενες χώρες. Ανάμεσα στα ανώνυμα θύματα της ασθένειας αυτής, τα παιδιά είναι κυριολεκτικά αποκλεισμένα από τις διεθνείς προσπάθειες κατά της φυματίωσης, παρόλο που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20% του πληθυσμού που πλήττεται από την ασθένεια. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης, παραθέτουμε πέντε λόγους για να επικεντρωθεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον στα παιδιά.
Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της φυματίωσης παραβλέπουν
το μέλλον των παιδιών
Οι διεθνείς και εθνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της φυματίωσης έχουν καθορίσει ως κύριο στόχο τους τον περιορισμό της περαιτέρω εξάπλωσης της ασθένειας. Για το λόγο αυτό, οι προσπάθειες που γίνονται για τον έλεγχο της πανδημίας της φυματίωσης επικεντρώνονται στη μεταδοτική μορφή της ασθένειας, την πνευμονική φυματίωση, που μπορεί να ανιχνευθεί με την παραδοσιακή εξέταση πτυέλου με ένα μικροσκόπιο. «Όμως τα παιδιά δεν παράγουν πτύελο, ή αν παράγουν, είναι σε πολύ μικρές ποσότητες, οπότε δεν μπορούν να εξεταστούν», εξηγεί η Μαρί-Ηβ Ραγκουνό, ειδικός σε θέματα φυματίωσης στους ΓΧΣ. «Συνεπώς τα παιδιά αποκλείονται από τις διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπισης της φυματίωσης, οι οποίες κυρίως επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στους ενήλικες. Στην ουσία, όλοι οι ασθενείς αναπτύσσουν μη μεταδοτικές μορφές της ασθένειας. Αλλά τα παιδιά είναι όπως όλοι οι άλλοι ασθενείς. Κατά την άποψη των ΓΧΣ, αξίζουν κι αυτά την κατάλληλη θεραπεία».
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά φυματίωσης στα παιδιά δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά, γιατί τα εθνικά στοιχεία σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είναι ατελή και δε διαχωρίζουν τις ηλικιακές ομάδες. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά βρίσκονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Η Μαρί-Ηβ Ραγκουνό εξηγεί ότι «σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα παιδιά αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20% των περιστατικών φυματίωσης, ειδικά σε περιοχές με υψηλή επικράτηση της ασθένειας. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι περίπου το 40 με 50% του πληθυσμού των αναπτυσσόμενων χωρών είναι ηλικίας 15 ετών και κάτω. Πολλά παιδιά επίσης ζουν σε πρόχειρους καταυλισμούς μαζί με πολλούς ενήλικες, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες εξάπλωσης της φυματίωσης». Παρά την ύπαρξη αυτών των εντυπωσιακών αριθμών, η πρόσφατη πολιτική του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τη φυματίωση ακόμα δε φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να θέσει σε εφαρμογή τα απαραίτητα μέσα για την αντιμετώπιση της φυματίωσης στα παιδιά.
Είναι δύσκολη η διάγνωση της φυματίωσης στα παιδιά
Η εξέταση πτυέλου με μικροσκόπιο δεν είναι χρήσιμη στην περίπτωση των παιδιών, καθώς δεν παράγουν πτύελο. Σύμφωνα με την Μαρί-Ηβ Ραγκουνό, «Καθώς δεν υπάρχει ένα γρήγορο και απλό τεστ, οι γιατροί των ΓΧΣ πρέπει να ελέγξουν σε αντιπαράθεση διαφορετικές αναλύσεις, όπως ακτινογραφίες, πλήρες ιστορικό ή μαντού, για να διαγνώσουν αν κάποιο παιδί πάσχει από φυματίωση. Πρόκειται για μία ερμηνεία και όχι για μία επιβεβαίωση της ασθένειας. Πρόκειται για μία κλινική άποψη που εκφράζεται από το γιατρό».
Ωστόσο, στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο εξοπλισμός που είναι απαραίτητος για την πραγματοποίηση τέτοιου είδους εξετάσεων δεν είναι συχνά διαθέσιμος και η ύπαρξη ενός γιατρού στα Κέντρα Υγείας δεν είναι πάντα εγγυημένη. Συνεπώς, δεν γίνεται σωστή διάγνωση της φυματίωσης στα παιδιά, γιατί μπορεί να ανιχνευθεί μόνο από γιατρό και πολύ συχνά, μόνο μέσα στο περιβάλλον ενός μεγάλου νοσοκομείου.
Στον αγώνα τους για την ανεύρεση ενός εύχρηστου και αποτελεσματικού διαγνωστικού εργαλείου, οι ΓΧΣ συμμετέχουν στην προσπάθεια ανάπτυξης νέων τεστ αξιολογώντας τη βιωσιμότητα των νέων τεχνολογιών στα προγράμματά τους στις αποστολές. «Όσο περιμένουν την εμφάνιση ενός γρήγορου και αποτελεσματικού διαγνωστικού τεστ, οι ομάδες των ΓΧΣ προσπαθούν να βρουν νέες μεθόδους για να απλοποιήσουν την κλινική διάγνωση της φυματίωσης στα παιδιά», τονίζει η Μαρί-Ηβ Ραγκουνό. «Η διάγνωση της φυματίωσης σε παιδιά στα Κέντρα Υγείας, και όχι μόνο από έναν γιατρό στο νοσοκομείο, θα επέτρεπε την ανίχνευση περισσότερων περιστατικών».