Αυξημένος ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού για τις γυναίκες που κάνουν εξωσωματικές μετά τα 40



Λονδίνο.- Οι γυναίκες μετά την ηλικία των 40 ετών που προσπαθούν να κάνουν παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση, κινδυνεύουν περισσότερο από καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές, που έκαναν σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στη Βιέννη, ανέλυσαν στοιχεία για 58.534 γυναίκες που είχαν καταφύγει στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Διαπιστώθηκε ότι όσες είχαν γεννήσει με εξωσωματική μετά τα 40, είχαν κατά μέσο όρο 65% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωσθούν αργότερα με καρκίνο του μαστού. Η θεραπεία της υπογονιμότητας ενεργοποιεί τις ωοθήκες, πράγμα που αυξάνει τα επίπεδα των οιστρογόνων στο σώμα της γυναίκας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πιθανότητα ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων στο μαστό. Πάντως, σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», η πιθανότητα διάγνωσης με καρκίνο του μαστού είναι μικρή (περίπου 0,8%) για τις γυναίκες που γεννούν με εξωσωματική μετά τα 40. Μια άλλη έρευνα, που παρουσιάσθηκε στο ίδιο συνέδριο, δείχνει ότι η συνήθεια κατάψυξης για μερικές εβδομάδες όλων των γονιμοποιημένων εμβρύων πριν την εμφύτευση τους στη μήτρα δεν αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής. Η μέθοδος αυτή γίνεται όλο και πιο δημοφιλής διεθνώς στις κλινικές γονιμότητας και π.χ. στις ΗΠΑ περίπου το ένα τέταρτο των κύκλων των εξωσωματικών γίνεται πια με αυτή τη στρατηγική της κατάψυξης όλων των εμβρύων. Κανονικά, μετά την εξωσωματική γονιμοποίηση των ωαρίων, ένα ή δύο από αυτά μετά από λίγες μέρες μεταφέρονται στη μήτρα, ενώ τα υπόλοιπα μπαίνουν στην κατάψυξη για μελλοντικές προσπάθειες. Αλλά ολοένα περισσότερες κλινικές καταψύχουν όλα τα έμβρυα και περιμένουν αρκετές εβδομάδες προτού επιχειρήσουν την πρώτη εμφύτευση, θεωρώντας ότι η αναμονή θα ευνοήσει τις πιθανότητες σύλληψης. Όμως, μια νέα έρευνα σε 460 γυναίκες σε ισπανικές, σουηδικές και δανικές κλινικές έδειξε ότι η κατάψυξη των εμβρύων οδήγησε σε ποσοστό 26% επιτυχούς εγκυμοσύνης, έναντι 29% με την παραδοσιακή μέθοδο. «Νομίζω ότι αυτό αποτελεί επαρκή απόδειξη πως δεν υπάρχει κανένα όφελος από τη στρατηγική της καθολικής κατάψυξης», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Σάχα Στόρμλουντ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, σύμφωνα με το New Scientist. Μια τρίτη έρευνα, από μια μεγάλη κινεζική τράπεζα σπέρματος, που παρουσιάσθηκε στη Βιέννη, δείχνει ότι η χρονική διάρκεια κρυοσυντήρησης των σπερματοζωαρίων δεν επηρεάζει το ποσοστό επιτυχίας της εξωσωματικής. Αρκετές χώρες θέτουν ένα χρονικό όριο στη φύλαξη του σπέρματος του δωρητή, αλλά η ανάλυση σε σχεδόν 120.000 δείγματα σπέρματος δωρητών δείχνει ότι τελικά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Τα δείγματα χωρίσθηκαν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διάρκεια κατάψυξης τους (έξι μήνες έως πέντε χρόνια, έξι έως δέκα χρόνια και 11 έως 15). Διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό επιτυχούς εγκυμοσύνης με εξωσωματική ήταν 81,6% με τη χρήση σπέρματος της πρώτης κατηγορίας, 79,1% της δεύτερης και 73,9% της τρίτης (δηλαδή ακόμη και το κατεψυγμένο σπέρμα άνω των δέκα ετών δεν τα πάει άσχημα!). ΑΠΕ-ΜΠΕ