Αθήνα - Υπάρχει τρόπος για την διαχείριση τών ψυχολογικών επιπτώσεων τής (νέο) φτώχειας ?
Σε τι θετικό μπορούμε να ελπίζουμε ?


Σαν ανεπιθύμητος επισκέπτης, η φτώχεια, ένας εχθρός που αφορούσε πάντα άλλους, εισέβαλε στη ζωή των Ελλήνων, βάζοντας τέλος στο όνειρο της ατέρμονης ευημερίας. Τι μπορεί να κάνει κανείς; Πώς να σηκώσει το βάρος των περιστάσεων; Πώς να αντέξει τη θύελλα, που ξέσπασε έξω και μέσα του, αποδυναμώνοντας το σώμα και το μυαλό; Η ψυχολόγος - οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια, Αιμιλία Μαρκουίζου-Γκίκα, και η ψυχολόγος δρ. Έλενα Τράγου, επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, σε μία προσπάθεια αποκωδικοποίησης μίας δυσβάσταχτης ψυχολογικής κατάστασης που βιώνει όλο και περισσότερο η ελληνική κοινωνία. «Φτώχεια σημαίνει απώλεια. Και η κάθε μορφή απώλειας -ονείρων, δουλειάς, μέλλοντος, οικονομικής ευρωστίας- ενέχει πόνο, θλίψη, θυμό, καθώς και μία αίσθηση ανημποριάς. Στην Ελλάδα το κύμα κατάθλιψης που μαστίζει τους ανθρώπους, οφείλεται, κατά την άποψή μου, στην απότομη αλλαγή από το "έχω άπειρες ευκαιρίες" στο "δεν έχω εναλλακτική" και κατά συνέπεια "δεν έχω ελπίδα", που αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου για ψυχική ασθένεια», λέει η κ. Μαρκουίζου-Γκίκα. Στην ικανότητα αποδοχής της απώλειας, όμως, βρίσκεται η βασική αρχή της ενηλικίωσης του ατόμου -που δεν έχει σαφώς, να κάνει με την ηλικία- καθώς όταν ένας άνθρωπος επιλέγει κάτι, αποκλείει αυτόματα τις εναλλακτικές που δεν επέλεξε. Αυτό εμπεριέχει απώλεια, φόβο για το άγνωστο και μία ανάγκη να τα έχει όλα, να αλλάξει δηλαδή χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει. «Η διαφορά ανάμεσα στον εκούσιο και τον ακούσιο αποκλεισμό συνίσταται στο ότι ο εκούσιος ενέχει ελπίδα, ωρίμανση, δυνατότητα, ελευθερία, χαρά, ικανοποίηση. Με λίγα λόγια ψυχική υγεία. Στον αντίποδα ο αποκλεισμός από δυνατότητες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του αποκλεισμένου μπορεί να οδηγήσει σε απόγνωση, πανικό, κατάθλιψη, συστατικά ψυχικής δυσλειτουργίας», επισημαίνει η κ. Μαρκουίζου-Γκίκα. Προσθέτει δε ότι «"πάντα θεωρούσα πολύ υγιές το να μένω αδέκαρος", έλεγε ο Όρσον Ουέλς, αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος που αφορά ανθρώπους που έχουν αναπτύξει εσωτερικό σημείο ελέγχου, δηλαδή που αναλαμβάνουν την ευθύνη να οδηγήσουν τον εαυτό και τη ζωή τους παρά τις αντιξοότητες και τις εξωτερικές κρίσεις. Το πρόβλημα είναι για όλους εκείνους που έχουν εξωτερικό σημείο ελέγχου και τείνουν να αποδίδουν την ευθύνη για τη ζωή τους σε εξωτερικούς παράγοντες». Από την πλευρά της η κ. Τράγου τονίζει ότι «δυστυχώς, ένα πολιτικό-πολιτιστικό-κοινωνικό σύστημα, κομματικό και πελατειακό, όπως αυτό της Ελλάδας, έθισε την πλειοψηφία των Ελλήνων στο να βασίζονται σε τρίτους, πολιτικούς, φίλους, συγγενείς, προκειμένου να κάνουν κάτι στη ζωή τους. Τους εκπαίδευσε, δηλαδή, στο να απαξιώνουν τα δικά τους ταλέντα, αξίες, ικανότητες, επιθυμία για γνώση και βελτίωση του εαυτού τους». Όπως εξηγεί, το σύστημα αυτό «παρήγαγε άτομα που φιλοσοφία και στάση ζωής τους έγινε το βόλεμα, η παντελής έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, η μαγκιά και η λούφα».«Αυτό πληρώνουμε σήμερα συλλογικά και ατομικά», λέει και συμπληρώνει ότι «το θέμα που προέχει τώρα είναι να μπει το άτομο σε μία λογική αντιμετώπισης του σοκ της απώλειας ελέγχου του εαυτού του και να μην αναπτύξει την επίκτητη αίσθηση αδυναμίας». Προσθέτει δε ότι «η επίκτητη αίσθηση αδυναμίας δημιουργείται όταν ένα άτομο μαθαίνει πως είναι αβοήθητο σε μία διαρκή αρνητική εμπειρία και αναπτύσσει έντονη παθητικότητα παύοντας να αντιδρά στο εξωτερικό του περιβάλλον πεπεισμένο ότι δεν μπορεί να αποδράσει γιατί θεωρεί δεδομένη την αποτυχία των προσπαθειών του ακόμα και όταν ένα επιτυχές αποτέλεσμα είναι πραγματοποιήσιμο. Όταν δηλαδή η απόδραση είναι εφικτή». Σύμφωνα με την κ. Τράγου ένα περιβάλλον, όπου η επιτυχία δεν είναι κατορθωτή, γιατί το ίδιο το περιβάλλον το απαγορεύει, δημιουργεί άτομα με έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης στις ικανότητες και τις δυνάμεις τους, κατάσταση η οποία θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως πρόδρομος ψυχοπαθολογίας. Εξηγεί ακόμα ότι η έννοια της επίκτητης αίσθησης αδυναμίας πρωτοεμφανίστηκε κυρίως, ως αποτέλεσμα ερευνών σε τετράποδα, τα οποία ήταν φυλακισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν τους παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αποδράσουν, δεν το έκαναν γιατί δεν το «έβλεπαν». «Οι άνθρωποι βέβαια είναι πολύπλοκα όντα με μεγάλα αποθεματικά συμπεριφοράς και γνώσης, η έννοια, όμως της επίκτητης αίσθησης αδυναμίας είναι μία υπαρκτή ψυχολογική κατάσταση, μία πραγματικότητα, η οποία διαρκεί μέχρι το άτομο να κινητοποιηθεί να πράξει κάτι διαφορετικό, να φύγει, να αποδράσει από ένα ακραία τιμωρητέο περιβάλλον», τονίζει. Η κ. Μαρκουίζου-Γκίκα, συμπληρώνει ότι «είναι γεγονός πως η ελληνική κοινωνία έθρεψε "κακομαθημένα παιδιά", τα οποία σήμερα καλούνται να ενηλικιωθούν κατανοώντας ότι η ζωή δεν είναι μόνο υλιστικές παροχές, αλλά ενέχει και μία επίπονη και επώδυνη διαδικασία ωρίμανσης». «Μόνο περνώντας μέσα από τον πόνο, λέει, και όχι αποφεύγοντάς τον, μπορεί να επιβιώσει κανείς. Άλλωστε οι άνθρωποι "αλλάζουν μόνο μέσα από τον σεβασμό, όταν ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια", όπως είπε ο ψυχίατρος Peter Lang, υπέρμαχος της καταξιωτικής προσέγγισης της ψυχολογίας». Κατάρα ή ευχή; Τέλμα ή έναυσμα; Δυστυχία χωρίς τέλος ή δρόμος προς μία άλλη ευτυχία; Τα ερωτήματα εύλογα γύρω από μια λέξη όπως η φτώχεια, που μολονότι διαθέτει άλλα τέσσερα συνώνυμα στην ελληνική γλώσσα (ένδεια, πενία, ανέχεια, απορία) μόνο οι γηραιότεροι θυμούνται το αληθινό της περιεχόμενο και παλιές ασπρόμαυρες ταινίες την εξιστορούν. Σήμερα μέσα από την οδύνη που σκορπάει στο διάβα της δεν παύει να είναι, γι αυτούς που θα αποφασίσουν ότι μπορούν, μία ευκαιρία για να βιώσουν τον εαυτό τους διαφορετικά, έναν εαυτό που θα τους χαμογελά αύριο για τα νέα άλματα που μπόρεσε να κάνει. «Η απόφαση ότι μπορεί κανείς να ξεπεράσει την κρίση και ότι ο πόνος αυτός δεν θα είναι για πάντα είναι βασικής σημασίας. Η σκέψη ότι και σε άλλες απώλειες της ζωής υπήρξε τελικά διέξοδος, η αξιολόγηση και η δημιουργική αξιοποίηση των πόρων και των εφοδίων με διαφορετικό τρόπο, είναι "εργαλεία" αντίστασης με τη δύναμη που ο καθένας έχει μέσα του», τονίζει η κ. Μαρκουίζου - Γκίκα. Προσθέτει ακόμη ότι «χρειάζεται σκληρή δουλειά για να ξαναβρεί η ελληνική κοινωνία το μέτρο που είχε χάσει και την ισορροπία που οι περιστάσεις την ανάγκασαν να χαλάσει. Ακόμα και στο απόλυτο αδιέξοδο όμως, υπάρχουν επιλογές, αρκεί να μην ξεχνά κανείς ότι, όπως έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης, "ο καθένας και μόνον αυτός έχει τον έλεγχο και την τελική ευθύνη για τη ζωή του", αλλά και ο Νίτσε "ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό"».