


«Μπορεί σε περίπτωση ατυχήματος να χαθεί ή να καταστραφεί ένα μεγάλο κομμάτι οστού πχ του μηριαίου οστού ή της κνήμης ή των άνω άκρων. Με τη μέθοδο της διατατικής ιστογένεσης επιμηκύνεται το τμήμα του οστού που δεν έχει καταστραφεί . Σε περιπτώσεις που τμήμα των οστών έχει καταστραφεί από οστικές λοιμώξεις ή καρκίνο , αφαιρούμε το παθολογικό τμήμα και επιμηκύνουμε το υγιές. Η επιμήκυνση μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 22 εκατοστά. Για παράδειγμα καταφέραμε να επιμηκύνουμε κατά 22 εκατοστά μέσα σε διάστημα 12 μηνών την κνήμη ασθενή που είχε απολέσει ένα τμήμα αυτού του οστού. Σε μία άλλη περίπτωση τα οστά του ασθενούς είχαν μολυνθεί λόγω επιπλοκής μετά από ολική αρθροπλαστική στο γόνατο, με συνέπεια να καταστραφεί τμήμα του μηριαίου οστού και τμήμα της κνήμης. Το συνολικό οστικό έλλειμμα σε αυτή τη περίπτωση ήταν 25 εκατοστά. Επιμηκύναμε αυτά τα δύο οστά και κάναμε αρθρόδεση στο γόνατο. Ο ασθενής δεν μπορεί να λυγίσει το γόνατο αλλά έχει αποφύγει τον ακρωτηριασμό» εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής ορθοπαιδικής στην Ιατρική σχολή του ΑΠΘ, Ιπποκράτης Χατζώκος, μιλώντας στο περιθώριο του 7ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Διατατικής Ιστογένεσης και Οστικής Ανακατασκευής.
Ο κ Χατζώκος αναφέρει ακόμη ότι είναι ευκολότερο να αποκατασταθεί η ανισοσκελία που προκλήθηκε λόγω απώλειας τμήματος οστού από τραυματισμό από ότι η συγγενής ανισοσκελία. «Αυτό οφείλεται στο ότι στις περιπτώσεις συγγενούς ανισοσκελίας δεν γνωρίζουμε αν το οστό θα μακρύνει όσο θέλουμε γιατί μπορεί ο ασθενής να έχει και άλλα προβλήματα υγείας» εξηγεί ο κ Χατζώκος.