Διαταραχή πανικού
Γράφει η Φιλιππιάδου Μαγδαληνή, Ιατρός
Η διαταραχή πανικού υπάγεται στην ομάδα των νευρώσεων και συγκεκριμένα στις αγχώδεις διαταραχές. Συνιστά ψυχοπαθολογική οντότητα ενώ η πρώτη συστηματική της ταξινόμηση πραγματοποιήθηκε το 1894 από τον Sigmund Freud, ο οποίος την οριοθέτησε στα πλαίσια της αγχώδους νεύρωσης. Ωστόσο, από το 1980 και έπειτα, η εν λόγω διαταραχή αποτελεί μία διακριτή διαγνωστική κατηγορία.
Η έναρξη της διαταραχής τοποθετείται συνήθως κατά την όψιμη εφηβεία ενώ εμφανής είναι η χρόνια πορεία της νόσου, που συνοδεύεται από εξάρσεις και υφέσεις, καθώς και από εναλλαγές άγχους και κατάθλιψης. Η συχνότητα εμφάνισης στο γενικό πληθυσμό προσεγγίζει το 3 έως 3,5%, ενώ σύμφωνα με έρευνες, οι γυναίκες παρουσιάζουν 2 έως 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης της πάθησης, από ότι οι άνδρες.
Όσον αφορά την αιτιοπαθογένεια της νόσου, μελέτες τεκμηριώνουν τη συμμετοχή γενετικών παραγόντων, καθώς η κληρονομικότητα της διαταραχής ανέρχεται σε ποσοστό 30% έως και 40%, ενώ οι συγγενείς πρώτου βαθμού των ασθενών έχουν 4 έως 8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν και οι ίδιοι τη διαταραχή. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην αιτιοπαθογένεια της διαταραχής κατέχει και η βιοχημική υπόθεση, καθώς ευρεία ποικιλία χημικών παραγόντων, όπως η νορεπινεφρίνη, η σεροτονίνη και το GABA ασκούν καταλυτικό ρόλο στην εμφάνιση της κρίσης πανικού. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ψυχοδυναμική προσέγγιση, επισημαίνεται ο ρόλος του άγχους περί απώλειας και αποχωρισμού από σημαντικά πρόσωπα, αντικείμενα ή συνθήκες της ζωής. Συχνά, άλλωστε, η διαταραχή αυτή αναπτύσσεται εντός 6 εβδομάδων από κάποιο σημαντικό διαπροσωπικό αποχωρισμό, ως μία ιδιότυπη αντίδραση πένθους. Επίσης, η γνωστική-συμπεριφορική προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι κρίσεις πανικού συνιστούν μία υπέρμετρη και λανθασμένη αντίδραση «συναγερμού» με σκοπό την αποφυγή της έκθεσης σε κάποιον «φοβικό» παράγοντα.
Όσον αφορά την κλινική εικόνα και συμπτωματολογία, η διαταραχή πανικού επέρχεται αιφνιδίως, με έντονο αίσθημα παλμών, αναπνευστική δυσχέρεια, αίσθημα πνιγμονής, προκάρδιου βάρους και αδυναμίας, εφίδρωση και τρόμο. Συχνά, ο ασθενής πιστεύει ότι θα πεθάνει και για το λόγο αυτό εμφανίζεται διεγερτικός, αναζητώντας βοήθεια. Επίσης, συνυπάρχει αίσθημα αποπροσωποποίησης και αποπραγματοποίησης, καθώς και επικείμενος φόβος απώλειας ελέγχου. Η διάρκεια των κρίσεων κυμαίνεται από 10-15 λεπτά έως και 3 ώρες. Τα μεσοδιαστήματα των κρίσεων χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη του προκαταβολικού άγχους, δηλαδή από την παρουσία μίας διαρκούς αγωνίας ως προς το ενδεχόμενο επόμενων κρίσεων. Σε αρκετούς ασθενείς, έκδηλος είναι και ο φόβος για το θάνατο, καθώς και ο φόβος για τον ίδιο τον φόβο, φαινόμενο γνωστό ως φοβοφοβία. Ο φόβος αυτός οδηγεί τον ασθενή σε περιορισμό δραστηριοτήτων και καταστάσεων που δυνητικά προκαλούν άγχος, ενώ πιθανές είναι και οι διαταραχές του ύπνου.
Στη θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνεται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, όπως οι βενζοδιαζεπίνες, η ιμιπραμίνη και οι SSRIS. Ωστόσο, η γνωστική θεραπεία αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματική, παρουσιάζοντας χαμηλότερα ποσοστά υποτροπών. Τέλος, η ψυχοδυναμική προσέγγιση στοχεύει στην επίλυση των ψυχικών συγκρούσεων που επάγουν τις κρίσεις πανικού, όπως τα θέματα εξάρτησης, αποχωρισμού και αυτονομίας.
Σύντομο βιογραφικό
Η Φιλιππιάδου Μαγδαληνή γεννήθηκε στις 2/3/1988 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει. Το 2005 αποφοίτησε πρώτη από το Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης με βαθμό Άριστα «19,6» και εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. Στις 28/7/2011 αποφοίτησε πρώτη από την Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. με βαθμό Άριστα «9,09». Ως εκπρόσωπος των τελειοφοίτων, εκφώνησε τον Όρκο της Ιατρικής Σχολής καθώς και τον Όρκο του Ιπποκράτη. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλα επιστημονικά συνέδρια, ενώ εργασία της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής, με θέμα «Βενζοδιαζεπίνες και τρίτη ηλικία». Παράλληλα, αναμένει την πρόσληψή της στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για την ειδικότητα της ψυχιατρικής.