ΟΗΕ: Είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι απειλούνται από λιμό μέσα στους επόμενους έξι μήνες σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές του κόσμου
Περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι --περισσότεροι από τον πληθυσμό της Ρουμανίας ή της Φλόριντα-- κινδυνεύουν να λιμοκτονήσουν μέσα σε διάστημα έξι μηνών σε τέσσερις διαφορετικούς λιμούς που πλήττουν τον κόσμο, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ, Αρίφ Χουσέιν.
Οι πόλεμοι στην Υεμένη, τη βορειοανατολική Νιγηρία και το Νότιο Σουδάν έχουν καταστρέψει νοικοκυριά και προκαλέσει αύξηση στις τιμές, ενώ μια ξηρασία στην ανατολική Αφρική έχει καταστρέψει την αγροτική οικονομία.
«Στα σχεδόν 15 χρόνια που βρίσκομαι στο Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα, είναι η πρώτη φορά που μιλάμε κυριολεκτικά για λιμό σε τέσσερα διαφορετικά μέρη του κόσμου ταυτόχρονα», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Ρόιτερς.
«Είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς ότι στον 21ο αιώνα άνθρωποι εξακολουθούν να πλήττονται από λιμούς τέτοιου μεγέθους. Μιλάμε για περίπου 20 εκατομμύρια ανθρώπους και αυτό συμβαίνει μέσα στους επόμενους έξι μήνες ή τώρα. Η Υεμένη είναι τώρα, η Νιγηρία είναι τώρα, το Νότιο Σουδάν είναι τώρα», δήλωσε.
«Στη Σομαλία, όταν κοιτάζω τους δείκτες σε όρους εξαιρετικά υψηλών τιμών για τα τρόφιμα, μείωσης των τιμών των ζώων κτηνοτροφίας και των γεωργικών μισθών, ο λιμός θα έρθει πολύ γρήγορα».
Το παγκόσμιο ανθρωπιστικό σύστημα προσπαθεί ήδη να αντιμετωπίσει την ιστορική αύξηση των μεταναστευτικών ροών, τις τεράστιες επιχειρήσεις στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν και σοβαρές καταστάσεις στην Ουκρανία, το Μπουρούντι, τη Λιβύη και τη Ζιμπάμπουε.
«Μετά έχεις μέρη όπως η ΛΔΚ (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), η Κεντοαφρικανική Δημοκρατία, το Μπουρούντι, το Μαλί, ο Νίγηρας, όπου άνθρωποι βρίσκονται σε χρόνια διατροφική ανασφάλεια αλλά ... απλώς δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για να πάρουν όλοι».
Η ανθρωπιστική αρωγή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ, αλλά η ζήτηση αυξάνεται ακόμη ταχύτερα, δημιουργώντας ένα τεράστιο κενό. «Στη βορειοανατολική Νιγηρία ταΐζουμε περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και μόλις πριν από λίγους μήνες δεν είχαμε εκεί ούτε καν ένα γραφείο», δήλωσε ο Χουσάιν.
Υπάρχει μια μικρή ελπίδα η ξηρασία της Σομαλίας να μην είναι τόσο καταστροφική όσο εκφράζονται φόβοι ότι θα είναι, αλλά στην πρωτεύουσα Μογκαντίσου οι τιμές των τροφίμων έχουν ήδη αυξηθεί κατά 25% από τον Ιανουάριο και οι προβλέψεις για την περίοδο των βροχών από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο δεν είναι αισιόδοξες.
Πολύ αργά
Το 2011, η Σομαλία επλήγη από έναν λιμό που σκότωσε 260.000 ανθρώπους. Η χώρα είχε κηρυχθεί σε κατάσταση λιμού τον Ιούλιο, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους μέχρι τον Μάιο.
«Όταν κηρύσουμε κατάσταση λιμού, αυτό σημαίνει πως έχουν ήδη χαθεί πολλές ζωές», δήλωσε ο Χουσάιν. «Αν περιμένουμε να τη διαπιστώσουμε στα σίγουρα, άνθρωποι είναι ήδη νεκροί».
Στην Υεμένη και το Νότιο Σουδάν, η οικονομική κατάρρευση σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν έχουν τα χρήματα για να αγοράσουν την τροφή που είναι διαθέσιμη. Οι τιμές στο Νότιο Σουδάν έχουν διπλασιαστεί έως τετραπλασιαστεί μέσα σ' έναν χρόνο και οι έμποροι από την Ουγκάντα και την Κένυα θεωρούν το τοπικό νόμισμα άνευ αξίας.
Οι Υεμενίτες, ο οικογενειακός πλούτος των οποίων μπορεί να είναι αποθησαυρισμένος σε χρυσό ή ασήμι ή όπλα, εξαναγκάζονται να ξεπουλούν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία τους. «Βρισκόμουν στην Υεμένη πριν από μόλις δύο εβδομάδες. Στην αγορά υπάρχουν τρόφιμα. Όμως οι άνθρωποι δεν έχουν πληρωθεί, ιδιαίτερα ο αστικός πληθυσμός, που αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού», δήλωσε ο Χουσάιν.
«Από τη στιγμή που θα χάσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους, είναι σχεδόν αδύνατο γι' αυτούς να τα ανακτήσουν και αυτό απλώς διαιωνίζει τη μακροπρόθεσμη φτώχεια».
Σύμφωνα με τον Χουσάιν, η Υεμένη μπορεί να κηρυχθεί σε κατάσταση λιμού μέσα σε διάστημα περίπου τριών μηνών.
Στην Πολιτεία Μπόρνο της Νιγηρίας, όπου βρίσκονται εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν διαφύγει από τους μαχητές της Μπόκο Χαράμ, δεν υφίσταται εμπόριο ούτε αγορές ούτε μεταφορές, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εξαρτώνται από την έκτακτη αρωγή.
«Επιβιώνουν στην ύπαιθρο σε καταυλισμούς, σε θερμοκρασίες 50 βαθμών Κελσίου, ζώντας σε καλύβες με λαμαρίνες για σκεπή, με ένα σημείο υδροδότησης, με κοινές κουζίνες, με ένα γεύμα την ημέρα», τόνισε ο Χουσάιν. «Και δεν βλέπουμε κάποιο τέλος στην κατάσταση αυτή», πρόσθεσε.