Καθηγητής Γιώργος Μαστοράκος
Το στρες της εγκύου προδιαθεσικός παράγοντας για διαβήτη στην ενήλικη
ζωή του μωρού που θα γεννηθεί
Συνέντευξη στην Τάνια Μαντουβάλου
Αθήνα.-
Τι ρόλο παίζει αλήθεια η καλή ή η κακή ενδομήτρια ζωή του παιδιού
που θα γεννηθεί, στην ενήλικη ζωή; Και ποιες μπορεί να είναι οι
επιπτώσεις του στρες, ή του τρόπου διατροφής της εγκύου, τόσο στην
ίδια όσο και στο μωρό;
Το σίγουρο πάντως είναι ότι αυτό που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, περί
υπέρμετρης αγάπης και φροντίδας σε αυτή την τόσο ευαίσθητη περίοδο της
γυναίκας, πλέον τεκμηριώνεται και επιστημονικά, αφού σύμφωνα με τους
ειδικούς, το στρες ή η στεναχώρια στην εγκυμοσύνη, μπορεί να
προκαλέσει διαβήτη, τόσο στην μέλλουσα μητέρα, όσο και στο έμβρυο που
κυοφορεί.
Όπως δηλώνει ο καθηγητής ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μαστοράκος, «το άγχος ή μία δύσκολη
ψυχολογική διαταραχή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να επηρεάσει
τον τρόπο που αντιδρά η γυναίκα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ζάχαρο
στο αίμα της και αυτό να επηρεάζει μακροπρόθεσμα και το ίδιο το μωρό,
και να εμφανίσει διαβήτη ή υπέρβαρη κατάσταση στην ενήλικη ζωή».
Όπως αναφέρει, ο κ. Μαστοράκος τα στοιχεία προκύπτουν από δωδεκαετή
μελέτη της Β' Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Αρεταίειου
Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, με το οποίο συνεργάζεται.
Ωστόσο δεν είναι μόνο το στρες που προκαλεί την ανάπτυξη δυσάρεστων
για την υγεία καταστάσεων στη ζωή του ανθρώπου που θα γεννηθεί, αλλά
και το βάρος της μαμάς, καθώς επίσης ο τρόπος που διατρέφεται. Μία
γυναίκα με φυσιολογικό βάρος δεν πρέπει να ξεπεράσει τα 10-12 κιλά,
ενώ αντίθετα μία γυναίκα που μπαίνει σε μία εγκυμοσύνη υπέρβαρη, ίσως
θα έπρεπε να χάσει και μερικά κιλά, τονίζει ο καθηγητής. «Αυτό το λέω
γιατί φαίνεται ότι το βάρος της μαμάς και ο τρόπος που διατρέφεται στη
διάρκεια της εγκυμοσύνης, επηρεάζει τον τρόπο που διαμορφώνεται όλο το
σύστημα αντιμετώπισης του ζαχάρου μέσα στο μωρό, με αποτέλεσμα όταν
αυτό γεννηθεί να κινδυνεύει να οδηγηθεί με τη σειρά του, στην ενήλικη
ζωή, σε μία υπέρβαρη κατάσταση, και να αναπτύξει διαταραχές όπως
σακχαρώδη διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο, δηλαδή υπέρταση και άλλα
αντίστοιχα αρνητικά για την υγεία φαινόμενα».
Σύμφωνα με τον κ. Μαστοράκο, μία γυναίκα με φυσιολογικό βάρος στο
πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν πρέπει να πάρει κανένα κιλό, στο
δεύτερο τρίμηνο 4-5 κιλά και στο τρίτο τρίμηνο γύρω στα 6-7 κιλά.
«Αυτή είναι η σωστή αύξηση του βάρους, ώστε όταν θα γεννηθεί το μωρό,
η μητέρα να ξαναβρεί το φυσιολογικό της βάρος. Αν όμως μια γυναίκα
ξεκινήσει υπέρβαρη μπορεί να της συστήσουμε να πάρει 6 ή 8 κιλά με
βάση τα διεθνώς παραδεδεγμένα πρότυπα. Από την άλλη αν μια γυναίκα
ξεκινήσει με πολύ χαμηλό βάρος, τότε μπορεί να της συστήσουμε να πάρει
ακόμη και 16 κιλά. Εξαρτάται την περίπτωση».
Η καλή ψυχολογική κατάσταση της μητέρας και η ενασχόληση της με την
άσκηση είναι δύο σημαντικοί παράγοντες για μία καλή εγκυμοσύνη,
τονίζει ο κ. Μαστοράκος. «Δεν θα πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό της
ασθενή, θα πρέπει να κάνει με βάση τις οδηγίες του μαιευτήρα της τις
κατάλληλες ασκήσεις, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έτσι ώστε και
το μυϊκό της σύστημα, αλλά και το καρδιαναπνευστικό να διατηρούνται
στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Πρέπει δηλαδή μία γυναίκα να είναι σε
φόρμα»,σύμφωνα με τον κ. Μαστοράκο.
Όσον αφορά το διαβήτη κύησης συχνά προκύπτει το ερώτημα αν υπάρχει
περίπτωση να παραμείνει και μετά τον τοκετό. «Ο διαβήτης κύησης
ουσιαστικά είναι ένα καμπανάκι που χτυπάει στη γυναίκα, για να
φροντίσει το βάρος και τη διατροφή της μετά τον τοκετό. Ιδίως αν
υπάρχει κληρονομικότητα στην οικογένεια, υπάρχουν αυξημένες
πιθανότητες να εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 στην ηλικία μετά τα 40. Αν η
μητέρα αυξήσει το βάρος της και εμφανίσει διαβήτη κύησης, κινδυνεύει
να κάνει υπέρβαρο μωρό, πάνω από 4 κιλά. Τότε αυτό το μωρό, μεταβολικά
θα έχει μία προδιάθεση να μην μπορεί να χειριστεί ο οργανισμός του
σωστά το ζάχαρο του.
ΑΠΕ-ΜΠΕ