Επιστήμονες αναζητούν στη φύση αντιβιοτικά νέας γενιάς
Χρόνο με το χρόνο, πληθαίνουν τα είδη βακτηρίων τα οποία καθίστανται ανθεκτικά σε πολλά ή ακόμη και σε όλα τα αντιβιοτικά. Για το λόγο αυτό, επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Τίπινγκεν (Τυβίγγη), προσπαθούν να βρουν λύσεις στα αποκαλούμενα βακτήρια του εδάφους. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, κάθε χρόνο, τουλάχιστον 15 χιλιάδες ασθενείς σε νοσοκομεία της Γερμανίας προσβάλλονται από ανθεκτικά βακτήρια, κυρίως από το λεγόμενο «χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο». Τα συμβατικά αντιβιοτικά δεν είναι σε θέση να τον νικήσουν. Για το λόγο αυτό,όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας της Ντόιτσε Βέλε («ΝΒ»), οι ειδικοί προσπαθούν τώρα να αναπτύξουν αντιβιοτικές ουσίες που θα έχουν διαφορετικό τρόπο επίδρασης. Μάλιστα, η σημαντικότερη πηγή άντλησης των δραστικών ουσιών είναι η ίδια η φύση. Ζητούμενο, νέες συνθέσεις Αλλωστε, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, τα αποκαλούμενα βακτήρια του εδάφους εξελίχθηκαν σε μια πραγματική φαρμακοβιομηχανία. Από την παρακαταθήκη τους μπορεί κάποιος να αντλήσει σημαντικές δραστικές ουσίες, όπως είναι η ακαρβόζη (είδος ζαχάρου που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του διαβήτη) ή ακόμη και οι ανθρακυκλίνες, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας. Ιδιαίτερα παραγωγικοί είναι οι μονοκύτταροι μικροοργανισμοί του εδάφους, κυρίως όταν αυτοί καλούνται να υπερασπιστούν το ζωτικό τους χώρο. Τότε παράγουν πληθώρα αντιβιοτικών ουσιών. Μέχρι στιγμής, οι επιστήμονες έχουν ταυτοποιήσει 15 χιλιάδες τέτοιες ουσίες. «Υπάρχουν, ωστόσο, πολλά αναπάντητα ερωτήματα», όπως ανέφερε ο μικροβιολόγος Βόλφγκανγκ Βολέμπεν, από το πανεπιστήμιο του Τίπινγκεν. «Το βασικό ερώτημα είναι εάν μπορούμε να αξιοποιήσουμε το δυναμικό αυτό με συνδυασμούς τέτοιους ώστε να προκύψουν νέες ουσίες. Κι αυτό διότι, από τις 15 χιλιάδες δραστικές ουσίες που έχουμε εντοπίσει μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μόνον εκατό. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες από αυτές τις ουσίες δεν αφομοιώνονται. Επομένως, δεν μπορούμε να τις χορηγήσουμε ως φαρμακευτική αγωγή. Προκαλούν παρενέργειες. Μόνον ένα μικρό μέρος τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί», επισήμανε ο Γερμανός επιστήμονας. Παραλλαγές που σκοτώνουν ανθεκτικά βακτήρια Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, θα αρκούσε μια πολύ μικρή παρέμβαση στη δομή του, ώστε να θεωρηθεί κατάλληλο για φάρμακο ένα τέτοιο φυσικό υλικό. Στο χημικό εργαστήριο μια τέτοια μετάλλαξη του μορίου είναι πάρα πολύ δύσκολη. Για ένα βακτηριακό κύτταρο, όμως, είναι μια απλή λειτουργία. Προϋπόθεση για αυτό είναι ο μονοκύτταρος μικροοργανισμός να διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία. Αυτά είναι τα ένζυμα, που συγκεντρώνουν διαδοχικά τα συστατικά στοιχεία μιας δραστικής ουσίας, για παράδειγμα ενός αντιβιοτικού. Οι ιδιότητες αυτών των ενζύμων υπάρχουν στα γονίδιά τους, κι όπως είπε ο κ. Βολέμπεν «Μπορούμε να συνδυάσουμε τα γονίδια διαφορετικών οργανισμών που συμμετέχουν στη σύνθεση μιας τέτοιας ουσίας. Πρόκειται για διαφορετικά γονίδια που παράγουν διαφορετικές ουσίες. Ελπίζουμε ότι με νέους συνδυασμούς θα προκύψουν νέες ή μεταλλαγμένες ουσίες κι αυτές θα μπορούσαν να σκοτώσουν τα ανθεκτικά βακτήρια». Πολλά αντιβιοτικά έχουν πολύπλοκη δομή. Όπως για παράδειγμα η βαλχημυκίνη, η οποία έχει προκύψει από μια φυσική ουσία και επιδρά ενάντια σε νοσογόνους παράγοντες, που είναι ανθεκτικοί στα συμβατικά αντιβιοτικά, όπως είναι ο λεγόμενος χρυσίζων σταφυλόκοκκος. «Μέχρι να μπορέσει να παράξει ένας μονοκύτταρος οργανισμός αυτή τη φυσική ουσία, θα πρέπει να δράσουν διαδοχικά 36 ένζυμα», είπε ο κ. Βολέμπεν και πρόσθεσε: «Εάν θελήσει κάποιος να παρασκευάσει ένα τέτοιο αντιβιοτικό, που δεν υπάρχει στη φύση, δεν μπορεί να συνδυάζει άκριτα 36 μεταβολικά ένζυμα από διαφορετικά είδη βακτηρίων. Αυτό δεν θα οδηγούσε πουθενά». Τη λύση στο πρόβλημα προσφέρει και πάλι η φύση. Τα γονίδια που απαιτούνται για κάθε βήμα της σύνθεσης μιας φυσικής ουσίας δεν είναι ακανόνιστα σκορπισμένα στο γενετικό υλικό, αλλά βρίσκονται πολύ συχνά το ένα δίπλα στο άλλο. Οι επιστήμονες μπορούν έτσι να δημιουργήσουν μια φυσική ουσία, η οποία όμως δεν υπάρχει στη φύση. Στο εργαστήριο αυτό είναι εφικτό, όμως από τη στρατηγική αυτή δεν προέκυψε μέχρι τώρα το αναμενόμενο φάρμακο. Πάντως, οι επιστήμονες στο Τίπινγκεν δεν το βάζουν κάτω.